Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

10β. Στο στόμα του Λύκου



Παρότι το καλοκαίρι πλησίαζε με ταχείς ρυθμούς , εκείνο το ξημέρωμα , μία απροσδόκητη δροσιά είχε κάνει την εμφάνισή της.
Έξω από την παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη που είχε στήσει ο Τζάγκουαρ Στας και οι συνεργάτες του αχνοφαίνονταν τρεις φιγούρες. Οι φωνές είχαν πάψει από ώρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν το χαλαρό ανοιξιάτικο αεράκι…
Όλα όσα είχαν εκτυλιχθεί λίγα λεπτά πριν φάνταζαν σαν ψέμα , σα μια ιστορία που θα της διηγούταν ο αδελφός της. Ο Σάσα ήταν καλό παιδί μα είχε μία τάση στο να μπλέκει σε μπελάδες. Αντίθετα , η ίδια πρόσεχε. Πάντα ήξερε που πατούσε και δεν έμπλεκε σε καυγάδες. Πάντα ήταν προσεχτική…
Είχε μουδιάσει , αλλά πιθανά ακόμα να μπορούσε να κινηθεί. Δεν πρόλαβε όμως  να αντιδράσει , καθώς ο μεγάλος άνδρας εμφανίστηκε άξαφνα από πάνω της. Μετά , όλα σκοτείνιασαν. Παρ’ όλες τις προσπάθειες να ουρλιάξει , έμοιαζε σαν να μην την άκουγε κανείς. Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό , όχι σε εκείνη , όχι…

Η Όλγα πετάχτηκε από τον ύπνο της. Μάλλον είχε δει κάποιο κακό όνειρο. Το ρολόι έδειχνε περασμένες τέσσερις. Είχε ξαπλώσει για είκοσι λεπτάκια , ίσα για να χαλαρώσει , αλλά την είχε πάρει ο ύπνος εδώ και κοντά μία ώρα. Αναστατωμένη , χτενίστηκε όπως όπως , περιποιήθηκε λίγο το μακιγιάζ της και βγήκε από το πίσω δωματιάκι.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να σπάει. Λίγοι σθεναροί παίχτες είχαν μείνει και προσπαθούσαν να ανεβάσουν  τη στάκα τους , μα φυσικά κανείς δε γινόταν να βγει με κέρδος από εκεί μέσα. Ο Τζάγκουαρ το είχε σκηνοθετήσει καλά το έργο.

«Σενιόρ Πουάν!» , χαμογέλασε στον μπάρμπα που αντίκρισε κοντά στο μπαρ.
«Ολγάκι μου , τι κάνεις αγάπη μου;» , την αγκάλιασε εκείνος.
Ο Τζέφρυ Παντιλίμον ή Σενιόρ Πουάν όπως ήθελε να τον αποκαλούν ήταν ένας ξεμωραμένος γέρος , κουνιάδος κάποιου αρκετά πιασμένου επιχειρηματία , που ξόδευε αλόγιστα ποσά στο Κάραμελ Ντρημς  και πλέον και στη μικρή τους μπίζνα. Είχε αναγκαστεί μάλιστα να πλαγιάσει μαζί του μερικές φορές για τα προς το ζην και για να αποσπάσει μικρά μυστικά… Τα πάντα για το επάγγελμα.
«Τέλεια Σενιόρ , όπως βλέπεις , όλα πάνε τέλεια!» , είπε χαϊδεύοντας το γελοίο περουκίνι του.
«Είναι ευνοϊκά σήμερα τα πράγματα; Πιστεύεις πως θα έχω ρέντα;» , χασκογέλασε αυτός.
«Πάντα θα έχεις ρέντα εσύ , γλυκέ μου Σενιόρ! Προλαβαίνεις δυο τρία τραπέζια ακόμα…».
«Θα σπεύσω , μα θέλω κι εσένα για γούρι αγάπη μου».
Η Όλγα μόρφασε στο άκουσμα της επιθυμίας του , αλλά γρήγορα ξαναγύρισε στο λαμπερό της χαμόγελο.
«Για σένα τίγρη , τα πάντα , πάμε στο τραπέζι!» , του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και τον τράβηξε στο ακριανό καρεδάκι.
Ο βλάκας έχασε γρήγορα γρήγορα πάνω από πεντακόσια δολάρια , οπότε η Όλγα τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του κομψά , «μάλλον απόψε δε φέρνω και τόσο γούρι γλυκούλη μου , θα τα πούμε αργότερα».

Μαζί με μία καινούρια κοπέλα , την Ελίζα , σέρβιραν μερικά ποτά στους τελευταίους χαρτοπαίκτες. Αμέσως μετά , επέστρεψε στα ενδότερα , μην αντέχοντας τη συντροφιά της συναδέλφου της. Το κορίτσι δεν είχε καθόλου λέγειν , ενώ ήταν και αρκετά ντροπαλό. Χάλαγε κάπως την πιάτσα. Τη δύσκολη θα έπρεπε να την παίζει στον μπάτσο όχι στους καλούς τους πελάτες.
 Στα πίσω δωμάτια , θα έβρισκε τον Περπλ Γκρην τύφλα στο μεθύσι να βρίζει και να πετάει αντικείμενα στο φτωχό Καπουτσίνο , ο οποίος δεν αντιδρούσε καν. Έμοιαζε τελείως χαμένος.
«ΠΕΡΠΛ!» , φώναξε και έτρεξε προς το μέρος του για να τον σταματήσει.
Πήδηξε πάνω στους ώμους του σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ανακόψει τη μανία του , αλλά αυτός την παραμέρισε και έδωσε μία γροθιά στον τοίχο.
«ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙ;»
«Σταμάτα! Έχεις τρελαθεί; Κάνεις τόση φασαρία και ταλαιπωρείς τον καημένο τον Καπ!» , ύστερα γύρισε προς το μέρος του άλλου άνδρα και συνέχισε , «κι εσύ Καπ , τι κοιτάς σα χαμένος , σκότωσες τον αναθεματισμένο ηλίθιο μπάτσο , όπως όφειλες! Μην ακούς τι λέει ο βλαμμένος , δώσε τόπο στην οργή και φύγε από εδώ μέσα».
«Την έκανα την πατάτα Όλγα…» , μουρμούρισε αυτός.
«ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΕ ΚΑΘΑΡΙΣΩ ΣΑΝ ΠΑΤΑΤΑ» , βλασφήμησε ο Περπλ και όρμησε πάνω του.
Ο Καπουτσίνο έφαγε τη μπουνιά , αλλά έκανε να μην τον νοιάζει. Ω θεέ μου , θα θρηνήσουμε κι άλλα θύματα σήμερα αν δεν παρέμβει ο Τζάγκουαρ.
Πάνω στην ώρα που οι δύο άνδρες ήταν ένα κουλουβάχατο , εκείνος , ο Τζάγκουαρ , το αφεντικό τους , έκανε την είσοδό του.
«Τι στο διάολο κάνετε καραγκιόζηδες;».
Η Όλγα έτρεξε στην αγκαλιά του και φιλήθηκαν θερμά.
«Ο Περπλ , έχει τρελαθεί σήμερα , σε παρακαλώ βαλ’τον σε τάξη…»
«Περπλ , Καπουτσίνο , απαιτώ μία εξήγηση γι’αυτό το χάλι. Δε φτάνει που έχουμε τους νταλκάδες μας με την αστυνομία και προσπαθώ να μας δικτυώσω με τις χοντρές μπίζνες , πλακώνεστε μεταξύ σας; Μαστουρωμένοι είστε;»
«Μεγάλε!» , ψέλλισε ο Περπλ.
«Σήκω πάνω ρε άθλιε τύπε» , απάντησε αυστηρά , «για έλα εδώ…».
Ο Περπλ πλησίασε και έφτασε κοντά του. Παρότι έριχνε ένα με δύο κεφάλια στον Τζάγκουαρ , τον κοιτούσε με φόβο. Το αφεντικό είχε καταφέρει να εμπνεύσει σεβασμό στους πάντες στο σύντομο διάστημα όπου συνεργάζονταν. Το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του , έκανε ακόμα πιο έντονο το συναίσθημα δέους που προκαλούσε στον κόσμο… Έτσι και ο θολωμένος μπράβος , που βρωμοκοπούσε αλκοόλ , έτρεμε τώρα μπροστά του.
«Ποιο είναι το πρόβλημα; Τι σνίφαρες πάλι; Γιατί τα έχεις κάνει λαμπόγιαλο εδώ πέρα;»
«Δεν… δεν σνίφαρα τίποτα» , ψέλλισε.
«Τότε; Τι έπαθε ο Καπουτσίνο; Δεν πιστεύω να του φωνάζεις ακόμα για το πρωί;»
«Μεγάλε… ο Καπουτσίνο τα σκάτωσε , δε φταίω εγώ , πρέπει να υποστεί τις συνέπειες» , χαμήλωσε ξανά το βλέμμα, κρύβοντας την οργή του σε ένα ναζιάρικο παράπονο. Μα ο μεγάλος δεν ψάρωνε.
«Δεν είχε χρόνο να μετακινήσει το πτώμα Περπλ. Μη νιώθεις άσχημα γι’αυτό , δεν διακινδυνεύουμε τίποτα , αυτή θα είναι η ρουτίνα μας από εδώ και πέρα και απλά θα πρέπει να καλύπτουμε τα ίχνη μας. Εσύ κοίτα τη δουλειά σου και να κάνεις ότι σου λέω. Πρόσεξε τις κινήσεις σου γιατί θα σε παρακολουθώ. Πήγαινε να πλυθείς και πιες έναν καφέ τώρα. Μην ξαναεμφανιστείς σε τέτοια χάλια εδώ. ΜΠΕΚΡΗ!».
Με αυτά τα λόγια , ο Τζάγκουαρ έπιασε από τη μέση την Όλγα και βγήκε από το μικρό χωλ.
Πέρασαν μαζί τις επόμενες ώρες. Το γλυκό της αφεντικό είχε μία δύσκολη μέρα , και χρειαζόταν χαλάρωση και συντροφιά από την καλή του Ολγίτσα.  Εκείνη δεν είχε πρόβλημα , θα έκανε τα πάντα για αυτόν. Ήταν ο πιο ικανός άνθρωπος που είχε γνωρίσει , πανέξυπνος , τολμηρός και φιλόδοξος. Έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Σιγά σιγά , πραγματοποιούσε τους στόχους του και ανερχόταν στον υπόκοσμο. Αυτός ο άνδρας ήταν κάποιος που μπορούσε να αγαπήσει. Γι’αυτό του  δόθηκε με όλο της το είναι εκείνο το βράδυ. Σίγουρα το άξιζε. Αν όχι εκείνος τότε ποιος;
«Άντε , πάμε να μαζέψουμε για να κλείσουμε για απόψε. Σε λίγο ξημερώνει και δε θα ήθελα να φανερωθεί η μικρή μπίζνα μας , έτσι Όλγα;» , ψιθύρισε στο αυτί της αφότου όλα είχαν τελειώσει.
Ντύθηκε γρήγορα , ενώ εκείνος τη θαύμαζε από μακριά.
«Έχεις ρεπό από το καζίνο σήμερα , καλά δε θυμάμαι;» , ακούστηκε η φωνή του πριν βγει έξω.
«Ναι , καλά θυμάσαι» .
«Καλώς , γιατί μπορεί να σε χρειαστώ».
«Τι ώρα περίπου;».
«Θα δούμε , σίγουρα όχι τώρα , έχω κάποια ζητήματα να τακτοποιήσω. Ίσως προς το μεσημέρι».
«Έχεις να κάνεις διασυνδέσεις ε;» .
«Δεν είναι πράγματα αυτά να συζητώ με μία αιθέρια ύπαρξη» , γέλασε , «αλλά ας πούμε ότι προσπαθώ να μπω στο εμπόριο» .
«Κάλεσέ με το απόγευμα…» , τον αποχαιρέτησε , στέλνοντας ένα φιλί στον αέρα και βγήκε στο κεντρικό λόμπυ. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Το μέρος είχε αδειάσει και έμενε μόνο εκείνη και η Ελίζα για να μαζέψουν τα χαρτιά , τις μάρκες και τα τραπέζια. Η ξινή κοπέλα , για μία ακόμα φορά δεν έβγαζε άχνα , πράγμα που της έδινε αφάνταστα στα νεύρα.
«Πώς πάει;» , έσπασε τον πάγο η Όλγα.
Η τύπισσα απλά έγνεψε , πράγμα που την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. Για να την ταλαιπωρήσει λίγο , έριξε μερικές μάρκες , δήθεν κατά λάθος ,  στο έδαφος και μουρμούρισε «ωχ , συγγνώμη». Εκείνη όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της. Ατάραχη έσκυψε να τις μαζέψει.
Αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο. Συγύρισαν αθόρυβα και τράβηξε η καθεμιά το δρόμο της.

Κάτι την τράβηξε προτού αποχωρήσει , να γυρίσει πίσω και να ελέγξει αν οι δύο μπράβοι είχαν φύγει. Ευτυχώς , στα πίσω δωματιάκια , δεν ήταν κανείς. Ακόμα και ο Τζάγκουαρ την είχε κάνει από νωρίς. Άλλη μία δύσκολη νύχτα έφτασε στο τέλος της. Θα ακολουθούσε τώρα ένας μεγάλος ύπνος στο μικρούλι πλην χαριτωμένο διαμερισματάκι της και μετά θα απολάμβανε το ρεπό της.
Αγνοώντας παντελώς τις φωνές που άκουσε στο δρόμο , έσπρωξε τη θύρα του κτηρίου και βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα αποκρουστικό θέαμα. Ο Καπουτσίνο αιμόφυρτος στην άσφαλτο , προσπαθούσε να πει κάτι ενώ ο Περπλ Γκρην τον κλώτσαγε στο στέρνο , απειλώντας τον με ένα όπλο.
«ΚΡΕΤΙΝΕ , ΠΑΝΤΑ ΕΣΥ , ΟΛΑ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ! ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΡΕ; ΕΣΥ ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ ΑΝΔΡΑΣ; ΕΣΥ...» , γύρισε και κοίταξε την έντρομη γυναίκα.
«ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΡΠΛ!» , τσίριξε εκείνη.
Μα δεν είχε κανένα νόημα. Με μία γροθιά στο πρόσωπο τη σώριασε και αυτή στον κρύο δρόμο. Η Όλγα προσπάθησε να τον κοπανήσει με την τσάντα της αλλά δεν είχε νόημα. Ο μεθυσμένος γορίλας πυροβόλησε το πόδι της με μανία και πάτησε το χέρι της με την μπότα του.
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΣΚΥΛΑ , ΒΑΖΕΙΣ ΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΝΑ ΜΕ ΜΙΣΗΣΕΙ. ΟΛΟΙ ΜΕ ΖΗΛΕΥΕΤΕ! Ε λοιπόν , εγώ είμαι ο λύκος εδώ πέρα , εγώ κάνω κουμάντο και με εμένα θα πορεύετε το αφεντικό στο πλάι του. ΣΚΥΛΑ!».
Λέγοντάς τα αυτά ,  ο μεγάλος άνδρας απομακρύνθηκε από δίπλα της. Πέρασαν μερικές στιγμές. Ήθελε να προσπαθήσει να κουνηθεί , μα ο διαβολεμένος πόνος στο χτυπημένο πόδι της αυξανόταν με την ώρα. Με δάκρυα στα μάτια κοίταξε τον ήλιο που ανέτειλε. Τότε ένιωσε κάτι το πρωτόγνωρο.
Παρότι το καλοκαίρι πλησίαζε με ταχείς ρυθμούς , εκείνο το ξημέρωμα , μία απροσδόκητη δροσιά είχε κάνει την εμφάνισή της… 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου