Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

10α. Στη φωλιά της Μέλισσας


Από μικρή , γνώριζε πως για να επιβιώσει , έπρεπε να είναι πιο σκληρή από τους σκληρούς και πιο έξυπνη απ’τους έξυπνους . Θα έπρεπε να εργαστεί όμως για να τα καταφέρει σε αυτή την ξένη χώρα.
Αν και γεννήθηκε στην Γκόλντβιλλ , η Όλγα Μαρκόβσκι καταγόταν από την Ανατολική Ευρώπη. Οι γονείς της πάντα της επισήμαναν πως είναι ξένη και πως έτσι όφειλε να αντιμετωπίζει τους πάντες εδώ. Κανείς δε θα τη δεχόταν για αυτό που είναι , εκείνη θα τους έδειχνε ότι αξίζει. Σε αυτήν τη χώρα των ευκαιριών μπορείς να γίνεις όποιος θέλεις.
Η μοίρα όμως ως τώρα δεν της τα έφερε όλα δεξιά. Λίγο αργότερα , ο πατέρας της Στέφαν αρρώστησε και έτσι τον έχασε πριν καν κλείσει τα δέκα της χρόνια. Η μητέρα της πάλεψε να μεγαλώσει αυτή και τον αδελφό της , το Σάσα με όλες της τις δυνάμεις. Έκανε δύο ή και τρεις διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα για να τα βγάλουν πέρα , και αυτό την έκανε ράκος. Η ίδια πριν τα δεκαπέντε της άρχισε να καταπιάνεται με δουλειές του ποδαριού για να δώσει μία χείρα βοηθείας , ενώ ο Σάσα , έμπλεξε σε διάφορες μικροκομπίνες για να βοηθήσει κι αυτός , με όποιον τρόπο μπορούσε.
Τώρα στα είκοσι δύο της έμενε πλέον μόνη της σε ένα προάστιο της πόλης και εργαζόταν στο Κάραμελ Ντρημς , ένα από τα μεγαλύτερα καζίνα της πολιτείας. Ο αδελφός της βρισκόταν στη φυλακή για κάποιες απάτες που έκανε , και η μητέρα της , ήταν πλέον εξαφανισμένη. Ωστόσο η Όλγα δεν τα έβαζε κάτω. Θα τα κατάφερνε , όπως της έλεγε πάντα ο μπαμπάς. Θα γινόταν τρανή. Ήξερε ότι αν γνωρίσει τους σωστούς ανθρώπους θα μπορούσε να ανελιχθεί. Αρκεί να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα και το στόμα της κλειστό. Πράξεις όχι έργα. Και θα πετύχαινε σε αυτή την πόλη.
Έτσι , δούλευε πολύ , δούλευε σκληρά. Πρώτη ερχόταν στη βάρδιά της και τελευταία έφευγε. Παρείσφρησε σε κάθε συζήτηση και συνάντησε πολλούς σπουδαίους επιχειρηματίες. Το καζίνο ήταν πόλος έλξης για τους πάντες. Με την εξυπνάδα της και τη γλυκιά της εμφάνιση κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους , έπαιρνε πληροφορίες και έβγαζε και ένα καλό χαρτζιλίκι. Είχε την ικανότητα να αναγνωρίζει ποιος πελάτης άξιζε. Ποια ήταν τα κορόιδα που είχαν έρθει για να χάσουν περιουσίες και ποιοι οι πονηροί που βρίσκονταν εκεί για να κλείσουν μπίζνες και να τσεπώσουν και μερικά χιλιάρικα.
Όλα πήγαιναν αρκετά καλά τον τελευταίο χρόνο και η μικρή Όλγα είχε γίνει περιζήτητη στους κύκλους. Κάπου εκεί εμφανίστηκε αυτός. Ένας άγνωστος άνδρας που κέρδιζε μεγάλα ποσά και ξέφευγε από όλους τους ελέγχους. Ο Τζάγκουαρ Στας , ήταν ένα ανερχόμενο λαμόγιο με μυστηριώδεις καταβολές. Ήταν θέμα χρόνου για την Όλγα , να βρεθεί κοντά του και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Έστησαν ολόκληρο κύκλωμα εντός του καζίνου μαζί με μερικούς συναδέλφους. Με τον τρόπο τους κανόνιζαν διάφορα κόλπα ενώ παράλληλα ξάφριζαν ανυποψίαστους λεφτάδες. Αν χρειαστεί εκείνη και τα υπόλοιπα κορίτσια πλάγιαζαν μαζί τους… Σίγουρα , εκεί τα πράγματα περιπλέκονταν. Αλλά δεν είχε παράπονο , γιατί πλέον έβγαιναν αρκετά λεφτά. Η θέση της στο καζίνο είχε παγιωθεί.

Ένα όμως βράδυ , που η ίδια απολάμβανε το ρεπό της , ξεκίνησαν οι τριγμοί. Κάποιος νεαρός βρέθηκε πυροβολημένος έξω από το Κάραμελ Ντρημς. Ο αστυνόμος που ανέλαβε την υπόθεση ήταν ένας γλυκερός τύπος ονόματι Ήθαν Πρινς. Αρκετά νέος για τη θέση του μα εξαιρετικά επίμονος  , εισέβαλε στα λημέρια τους και τα έκανε όλα άνω κάτω. Ο Τζάγκουαρ εξαφανίστηκε για λίγες ημέρες ώστε να μην κινήσουν υποψίες και να μη βρεθεί σε δύσκολη θέση η μικρή τους επιχείρηση. Σαν να μην έφτανε αυτό , ο διευθυντής του καζίνου παρανόησε και άρχισε να ξεψαχνίζει τους πάντες για να βρει ποιος είχε κάνει τη λαδιά. Η ίδια δεν ήξερε , ούτε και ήθελε να μάθει ποιος και γιατί σκοτώθηκε. Είχε χωθεί σε κάθε είδους παρανομία , αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Δεκτός ο τζόγος , δεκτά τα παράνομα στοιχήματα και δεκτά και τα ναρκωτικά. Ακόμα και η μαστροπεία ήταν κάπως εντάξει. Όχι όμως οι δολοφονίες.

Ο Ήθαν Πρινς επέμενε πάρα πολύ. Την ανέκρινε πολλές φορές , και αναγκάστηκε να του πει δυο τρία άσχετα ονόματα από κάποια αντιπαθή μούτρα που γνώριζε. Δεν επρόκειτο για τίποτα μεγαλοκαρχαρίες. Αν άνοιγε το στόμα της θα την έτρωγαν κατευθείαν. Όλοι είχαν βρει τον μπελά τους αυτές τις μέρες , και όποιος έδινε κάποια ονόματα ίσως γλύτωνε από το σφιχτό κλοιό της αστυνομίας.
Από τη δύσκολη θέση θα τους έβγαζε και πάλι ο άνδρας με το μουστάκι , ο σκοτεινός Τζάγκουαρ Στας θα καθάριζε τον μπάτσο το βράδυ της Παρασκευής. Η ίδια ήταν μέρος του σχεδίου και πράγματι , του την έφεραν. Τον στρίμωξαν και μετά από δύο σφαίρες βρέθηκε στο πάτωμα. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν να κρύψουν το πτώμα , κι έτσι ένας καινούριος αστυνόμος εμφανίστηκε στο κατόπι τους. Το επόμενο πρωί ήταν εκεί να την ανακρίνει. Έπρεπε να το παίξει αμήχανη και εύθραυστη , μπας και τον συγκινήσει. Μία ταπεινή υπάλληλος δεν ήξερε τίποτα από αυτά. Η συνομιλία με τον κατά τ’άλλα συμπαθή αλλά αρκετά αφελή μπάτσο Μπάστερ Μπάττερ –μα τι όνομα ήταν αυτό;- πήγε πολύ καλά εν τέλει. Χρειάζονταν μόνο λίγα νάζια για να πιστέψει ο χαζός ότι η Όλγα είναι κάποιο ευαίσθητο και αθώο κοριτσάκι.

Τώρα , ύστερα από αυτή την πρωινή της κατάθεση , βρισκόταν ως συνήθως στα λημέρια του Τζάγκουαρ. Εκεί είχαν στήσει μία παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη και η ίδια αναλάμβανε να σερβίρει ποτά , και να αρπάζει τίποτα τιμαλφί από τους θολωμένους τζογαδόρους. Ο νους της όμως σήμερα , ανέτρεχε στα περασμένα και όσα είχε κατορθώσει ως τώρα
«ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΒΛΑΚΑ!» , οι σκέψεις της διακόπηκαν βιαίως , όταν άκουσε την αγριοφωνάρα του Περπλ Γκρην.
«ΔΕΝ ΕΦΤΑΝΑΝ ΟΙ ΜΠΕΛΑΔΕΣ ΜΑΣ , ΠΑΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΤΟΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΜΠΑΤΣΟ. ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΝΑ ΚΟΙΤΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ!»
«Γιατί φωνάζεις Περπλ;» , μούγκρισε και η Όλγα , σα θηρίο προς θηρίο. Τι κι αν ο καραφλός άνδρας ήταν ένας δίμετρος μπράβος; Ήταν κι εκείνη μέλος της αγέλης και μάλιστα ισότιμο.
«Μην ανακατεύεσαι Μαρκόβσκι , ο ηλίθιος ο Καπουτσίνο τα σκάτωσε για τα καλά με τα καμώματά του.»
O Καπουτσίνο ήταν ο δεύτερος μπράβος. Συνήθως ήταν πάντα μες στη ζωντάνια , μα σήμερα καθόταν σε ένα σκαμνί και κοιτούσε χαμένος το κενό.
«Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο ο Καπ , οι εντολές του Τζάγκουαρ ήταν ξεκάθαρες! Ο μπάτσος έπρεπε να βγει απ’τη μέση πάση θυσία!»
«Άντε πλύνε κανά πιάτο» , έφτυσε στο πάτωμα , «και μην ανακατεύεσαι σε αυτό. Ο βλάκας άφησε το πτώμα μες στη μέση του δρόμου και έπρεπε να τρέχουμε για να μη μας την πέσουν από παντού!»
«Ωραία , έκανε ένα λάθος. Αλλά κανείς δε θα υποπτευθεί εσάς! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση» , απάντησε φανερά ενοχλημένη μετά από όσα υπαινίχθηκαν για εκείνη αλλά ακόμα χαλαρή ώστε να απαντήσει με νηφαλιότητα και ψυχραιμία.
«Φύγε σε παρακαλώ , πήγαινε να κάνεις παρέα σε κανά μπεκρή και να του ξαφρίσεις το πορτοφόλι και άσε μας εμάς να βρούμε την άκρη» , μούγκρισε αυτός.
Περπλ , τι ανεγκέφαλος φουσκωτός… Ποιος νοιαζόταν όμως; Θα έπρηζε λίγο ακόμα το φτωχό Καπουτσίνο αλλά θα το ξεχνούσε. Ο Τζάγκουαρ εξάλλου θα είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Αυτός κανόνισε να γίνει η δουλειά σήμερα και αυτός θα τους ξέμπλεκε αν χρειαζόταν.
Βγήκε έξω , στα μεγάλα καρέ που είχαν στήσει στο κεντρικό δωμάτιο. Σήμερα έβλεπε αρκετούς μπεκρήδες , πράγμα που θα έκανε πιο εύκολη τη δουλειά γι’αυτή και τα άλλα κορίτσια. Το βουητό και η οχλαγωγία έκανε το μέρος να θυμίζει μελίσσι. Η ίδια ήταν η βασίλισσα. Και θα την έφερνε και απόψε σε αυτούς τους κηφήνες. Χαμογέλασε και πλησίασε το κεντρικό τραπέζι , ήταν έτοιμη να τινάξει την μπάνκα στον αέρα.
«Καλησπέρα κύριοι , περνάμε καλά; Κερδίζουμε;» , φώναξε με πάθος στους θαμώνες.
Η νύχτα μόλις ξεκινούσε για την Όλγα και όλα προμηνύονταν να κυλήσουν υπέροχα… 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου