Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

06. Ο ξάδερφος του Μάρβιν


Είχε πάει τρεις , μα ο μεγάλος αδελφός ακόμα δεν είχε φανεί. Μόλις πριν από μερικές ώρες , είχε υποσχεθεί πως θα ετοίμαζε εκείνος το αποψινό δείπνο , όμως η υπηρεσία τον κάλεσε έκτακτα και έτσι εκείνη έμεινε μόνη της όλο το βράδυ να τον περιμένει. Μάταια. Ο Μπάστερ δεν επέστρεψε και έτσι η Σάντρα έφαγε λίγη σαλάτα και έπεσε για ύπνο. 

Τα ξημερώματα θα σηκωνόταν για να πιει λίγο νεράκι , και θα έβρισκε τον αδερφό της αποκοιμισμένο με τα ρούχα στον καναπέ. Ο μπαγάσας θα το ξενύχτισε μετά τη δουλειά , σκέφτηκε. Ύστερα χαμογέλασε και έφερε μία μικρή κουβερτούλα για να τον σκεπάσει. Ήξερε για τη δύσκολη υπόθεση που είχε αναλάβει , και πως απόψε είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό. Εξάλλου , ο Μπάστερ ήταν ο πιο τεμπέλης άνθρωπος του κόσμου , και δε θα έφευγε από το σπίτι και το κρεβάτι του παρά μόνο για εξαιρετικά σημαντικό λόγο. Αχ… Ο καημενούλης δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα

Το πρωί του Σαββάτου έφτασε και εκείνησηκώθηκε όπως συνήθιζε κατά τις δέκα. Στη μικρή τους κουζίνα αντίκρισε τον Μπάστερ να γευματίζει.
«Μπα , καλώς τον» , του είπε με μία μικρή δόση ειρωνείας.
«Καλημέρα Σαντρούλα!» , απάντησε ατάραχος.
«Τι έγινε , θυμήθηκες ότι έχεις κι ένα σπίτι;» , προφανώς και  ήξερε την απάντηση , μα έπρεπε να τον κάνει να νιώσει λίγες τύψεις. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος , αυτός ήταν ο μεγάλος αδελφός.
Την κοίταξε στα μάτια με μία αμήχανη έκφραση και ύστερα έσκυψε ξανά στα δημητριακά του.
«Θυμάσαι τον Μάρβιν από τα Λούνευ Τουνς ε;» , τη ρώτησε τότε.
«Το Μάρβιν; Ναι… Πού κολλάει αυτός;».
«Θυμάσαι φαντάζομαι από ποιον πλανήτη προερχόταν!».
«Τι εννοείς Μπάστερ; Αυτό ήταν απλά ένα παιδικό! Τι σχέση έχει ο Μάρβιν με εμάς αυτή τη στιγμή;».
«Ξέχασες; Ο  Μάρβιν ήταν από τον Άρη , Σάντρα!» .
Η συζήτηση άγγιζε τα όρια της παράνοιας , όμως το πρόσωπο του Μπάστερ είχε φωτιστεί από χαρά , μιλώντας για αυτόν το μικρόσωμο ανθρωπάκο που ανταγωνιζόταν τον Μπαγκς Μπάνυ. Όμως , εκείνη είχε σκοπό να κάνει μία σοβαρή συζήτηση σήμερα.
«Μπάστερ…» , πήρε ένα γλυκό ύφος μπας και πάει εκεί που ήθελε την κουβέντα.
«Λες να υπάρχει ζωή στον Άρη;» , τη διέκοψε φουριόζος.
«ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΡΗ; ΜΠΑΣΤΕΡ
ΚΟΛΛΙΝΣ ΜΠΑΤΤΕΡ! ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕΣ ΚΑΠΝΟΣ ΧΘΕΣ Ή ΓΙΑΤΙ ΑΡΓΗΣΕΣ , ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΟΥ ΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΡΗ;»
Ο Μπάστερ έβγαλε ένα τσιγάρο και γέλασε. Το πρωινό του είχε ήδη τελειώσει , το μπολ με τα δημητριακά ήταν πλέον άδειο , οι φρυγανιές με τη μαρμελάδα είχαν αφήσει πίσω τους μόνο ψίχουλα , και στην κούπα του καφέ , είχαν απομείνει μόνο μία ή δύο γουλιές.
«Απλά , αναρωτιόμουν , ξέρεις , δεν μπορεί να είμαστε μόνοι μας σε όλο το αχανές σύμπαν!» , σήκωσε τους ώμους του και έσπρωξε το τραπεζάκι πίσω.
Όρθιος πια , άρπαξε το τζάκετ του από τον καλόγερο και της έκλεισε το μάτι.
«Ώστε , έτσι , αποφεύγεις να μου απαντήσεις και ύστερα ξαναφεύγεις;»
«Δυστυχώς τώρα με βάζουν να δουλέψω και τα Σάββατα. Φαίνεται ότι η Γκόλντβιλλ γίνεται Γκόθαμ κι εγώ γίνομαι ο Μπρους Γούεην» , γέλασε.
«Τι σε έχει πιάσει με τα καρτούν σήμερα;»
«Προσπαθώ να φέρω τη συζήτηση στα μέτρα σου , γλυκό μου καρτούν» , τη φίλησε στο μέτωπο και έφυγε για την εξώπορτα.
«ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ , ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ!» , του φώναξε θυμωμένη.
«Πριν , το μεσημεριανό , ελπίζω».
Έκλεισε την πόρτα καθώς έβγαινε έξω.
Η Σάντρα έμεινε μόνη της στην κουζίνα. Με αυτά και με αυτά , ούτε να πλυθεί δεν είχε προλάβει. Ο Μπάστερ εξακολουθούσε να της σπάει τα νεύρα και να μην εξηγεί τίποτα. Ή είχε μπλέξει ή αντιμετώπιζε μία πολύ μυστική υπόθεση. Και εκείνη , ως η αδελφή του ένιωθε φόβο. Ήταν ο μόνος που είχε πλέον…
Πλύθηκε και έβαλε τη ροζ της φόρμα , θα πήγαινε για τρέξιμο και μετά θα έκανε βάρη. Ξάφνου , ακουμπισμένη κοντά στον καναπέ , πρόσεξε παρατημένη τη μαύρη τσάντα του Μπάστερ . Έτρεξε μέχρι την πόρτα , αλλά εκείνος είχε ήδη γίνει καπνός.
«Φτου».
Αμέσως προσπάθησε να τον καλέσει , μα κι αυτό ήταν μάταιο. Το κινητό του ήταν ξεχασμένο μέσα στην ίδια τσάντα κι έτσι δεν μπορούσε να τον εντοπίσει.
Μα τι σκάω; Θα γυρίσει πίσω μόλις καταλάβει ότι λείπει κάτι τόσο σημαντικό όσο η επαγγελματική του τσάντα. Σκέφτηκε.

Η ώρα πέρασε γρήγορα μέχρι να φτιάξει το πρωινό της αλλά ο Μπάστερ δεν είχε γυρίσει πίσω. Τότε κατάλαβε πως δεν το είχε πάρει καν χαμπάρι. Έτσι , η Σάντρα σηκώθηκε απ’την άβολη καρέκλα και ψαχούλεψε τις δερμάτινες θήκες για να εντοπίσει την κινητή συσκευή . Θα καλούσε τον Μαξ Φάρελ , τον υπαστυνόμο , ώστε να τον ενημερώσει για την αφηρημάδα του μόλις θα έφτανε στο τμήμα.
Ψάχνοντας για το τηλέφωνο , βρήκε κάτι μουτζουρωμένα έγγραφα , που της τράβηξαν την προσοχή. Άρχισε να διαβάζει μία περίεργη λίστα με ονόματα και διευθύνσεις και γυρνώντας την απ’ την άλλη , βρήκε ένα εντελώς πρόχειρο σκίτσο του Μάρβιν του Αρειανού. Ή τέλος πάντων , κάποιου πλάσματος που με φαντασία θα μπορούσε να είναι ο Μάρβιν ο Αρειανός ή ο ξάδερφός του.
«Αν είναι δυνατόν…» , αναστέναξε.
Έβαλε το χαρτί πίσω στη θήκη , και μετά από λίγο ψάξιμο , εντόπισε αυτό που έψαχνε. Ανοίγοντας την οθόνη , το μάτι της έπεσε σε δύο εισερχόμενα μηνύματα από τον Υπαστυνόμο. Στην αρχή τα αγνόησε , δεν ήταν αδιάκριτη. Μα ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ίσως να ανακάλυπτε τι ακριβώς συνέβαινε και ο αδελφός της δεν απαντούσε στις ερωτήσεις τις.
Με μικρό δισταγμό , επέλεξε και άνοιξε το πιο πρόσφατο μήνυμα.
«Εγώ έχω ήδη φτάσει Αστυνόμε…» , διάβασε , «…πού βρίσκεστε;». Πού να πήγαινε άραγε ο Μπάστερ;
Επέλεξε το άλλο μήνυμα. Έριξε και σε αυτό μία γρήγορη ματιά κι ετοιμάστηκε να καλέσει τον υπαστυνόμο. Όμως κάτι την έπιασε να ελέγξει και το υπόλοιπο ιστορικό.
Άφωνη , διαβάζοντας τη χθεσινοβραδινή τους συζήτηση , εγκατέλειψε τη συσκευή στο πάτωμα και κρατήθηκε από την πολυθρόνα που βρισκόταν πίσω της για να μη λιποθυμήσει.
«Μπάστερ…» , ψιθύρισε συγκρατώντας ένα δάκρυ , «πού έχεις μπλέξει;» .


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου