Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

14. Κήρυξη Πολέμου


«Στάσου Τζον! Άκουσέ με!» , φώναζε  ασθμαίνοντας εδώ και λίγη ώρα ο δικηγόρος.
«Σε άκουσα πεντακάθαρα Φιλ! Δε θα ακολουθήσουμε αυτό το σενάριο» . Ο Τζον προπορευόταν κατά πολύ, πράγμα που δυσκόλευε την επικοινωνία μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Φίλιπ δεν είχε την ίδια φυσική κατάσταση ούτε την κατάλληλη σωματική διάπλαση.
«Πρέπει να με ακούσεις !Αλλιώς θα το φας το κεφάλι σου φιλαράκο! Ξέρω την πιάτσα και ξέρω αυτούς και τη φάρα τους! Ξέρω επίσης και τους δικούς σου ανθρώπους! Τους ξέρω καλύτερα από εσένα!». Ο Τζον όμως επιτάχυνε κι άλλο το βήμα του , με αποτέλεσμα ίσα που να ακούγεται η φωνή ξωπίσω του. «Φιλ! Σταμάτα να προσπαθείς , η απόφαση είναι ειλημμένη. Και τι εννοείς ότι ξέρεις τους δικούς μου καλύτερα από εμένα;».
Η φωνή δυνάμωσε για λίγο , «άκου με που σου λέω…» , ύστερα έβηξε δύο τρεις φορές , «αλλά για το θεό Τζον , σταμάτα να τρέχεις». Η βαριά του ανάσα και η βραχνή φωνή , ανάγκασαν τον Τζον να σταματήσει και να τον κοιτάξει.
Λεπτοκαμωμένος , ασθενικός και με περουκίνι να καλύπτει το σχεδόν γυμνό πλέον κρανίο του στεκόταν στη μέση του διαδρόμου ξεφυσώντας. Η ριγέ γραβάτα του ήταν πολύ χαλαρωμένη , μιας και με δυσκολία μπορούσε να βγάλει ανάσα , πόσο μάλλον να μιλήσει. «Τζον…» , μούγκρισε , «για το καλό σου μιλάω!» .
«Φιλ , ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Έχω λάβει όμως την απόφασή μου , θα το πάω δια της πλαγίας οδού!».
«Θα σε φάνε πρώτο!» , μπόρεσε να πει εκείνος πριν ξανά χάσει την αναπνοή του.
«Τα λέμε αύριο Φιλ!». Γύρισε το κεφάλι και άφησε πίσω του το δικηγόρο.

Το κεφάλι του βούιζε συνεχώς όσο επανέφερε στη μνήμη του , την τελευταία φορά που είδε τον καλό του φίλο Φίλιπ Μόνκα. Ο πατέρας του , Στάνλεϋ Μόνκα ,  ήταν ο δικηγόρος της οικογένειας από την εποχή που ο δικός του πατέρας ήταν στη γύρα. Ο Φιλ ήταν πάντοτε δίπλα του όσο θυμόταν τον εαυτό του. Εξ ανέκαθεν ,  μπαινόβγαινε στο σπίτι τους και έκαναν αρκετή παρέα.  
Παρότι ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Τζον , ήταν αρκετά πιο μικροσκοπικός. Δεν είχε την αρχοντική , ομολογουμένως , εμφάνιση που είχε ο ίδιος , μα ήξερε να ντύνεται καλά. Ο Φίλιπ λοιπόν , εκ πρώτης όψεως ήταν απλά ένα ανθρωπάκι , αλλά στις αίθουσες του δικαστηρίου -και όχι μόνο- ήταν ένας ήρωας  , μία εξέχουσα προσωπικότητα. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του , ανέλαβε την οικογένεια Τορνάντι και εξελίχθηκε σε έναν απ’ τους καλύτερους δικηγόρους της Γκόλντβιλλ. Συγχρόνως , εκτελούσε και χρέη νομικού συμβούλου. Μόλις μαθεύτηκε η απόφαση των ιδιοκτητών του
Cyan Ocean να ανοίξουν υποκατάστημα στην Γκόλντβιλλ και να διεκδικήσουν κομμάτι από την πίττα που πατροπαράδοτα άνηκε στον Τζον και την οικογένειά του , ο Φιλ αμέσως τον συμβούλεψε να κινηθεί γρήγορα. Η τακτική του Φιλ όμως ήταν ριψοκίνδυνη. Το να εκτελεί ξαφνικά εργολάβους και εργάτες θα ήταν μία παράτολμη κίνηση.
«Θα ήταν ένα  μήνυμα όμως προς τους ανταγωνιστές μας !» , διερρήγνυε τα ιμάτια του ο δικηγόρος.
Αχ… Φιλ , πού εξαφανίστηκες;
Τα σενάρια για την εξαφάνιση του ήταν πολλά. Εκείνο όμως που προτιμούσε ο Τζον , ήταν οι Μπαχάμες. Φανταζόταν το Φιλ αραχτό σε μία τροπική ακτή με γυμνόστηθες κοπέλες να του κάνουν αέρα. Χαμογέλασε όσο το σκεφτόταν αυτό. Σήκωσε το κινητό του και αποφάσισε να τον καλέσει για ακόμα μία φορά. Ίσως να το σήκωνε σήμερα. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από την εξαφάνισή του.
Το κινητό όμως παρέμενε κλειστό. Η πικρή αλήθεια ήρθε για να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Κι αν οι αντίπαλοί του είχαν κινηθεί πιο γρήγορα και πιο βάναυσα από εκείνον; Αν είχαν σκοτώσει το Φιλ ως προειδοποίηση;
Έπαιζε όμως και το τρίτο σενάριο. Η Τζίνα , η σύζυγος του , ήταν σίγουρη πως ο δικηγόρος τον είχε προδώσει , είχε μεταβιβάσει έναντι πληρωμής ένα σωρό μυστικά στους ιδιοκτήτες του
Cyan Ocean και ύστερα είχε φύγει από τη χώρα. Αυτό θα ήταν το χειρότερο σενάριο και προσπαθούσε να το απομακρύνει από το κεφάλι του όσο πιο πολύ μπορούσε. Όμως η ιδέα ήταν συχνά εκεί. Ο Φίλιπ μπορεί να έπαιζε διπλό παιχνίδι. Μπορεί να είχε σχεδιάσει να του τη φέρει  , ενώ θα εγκατέλειπε το πλοίο πάμπλουτος. Ευρώπη; Ασία; Αυστραλία; Νότια Αμερική;
Οι σκέψεις απορροφούσαν τον Τζον , καθώς έπινε το ουίσκι του στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού. Δεν μπορούσε όμως να τις αφήσει για πολύ να τον κατατρώνε άλλο. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρει ένα νέο δικηγόρο και παράλληλα , επισκεπτόταν εκείνη τη νεαρή ψυχολόγο.
«Όλα θα φτιάξουν…» , υποσχέθηκε στον εαυτό του και ήπιε λίγο ακόμα από το ποτό του. Έτσι μόνο θα χαλάρωνε. Η Τζίνα έλειπε. Ποιος ξέρει πού βρισκόταν η γλυκιά του Τζίνα. Καλύτερα που έλειπε , δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση για να της κρατήσει συντροφιά. Θα του άρχιζε απλά τη μουρμούρα… και σήμερα δεν είχε καμία όρεξη ούτε για αυτό.
Ο γιος του , έλειπε επίσης , θα περνούσε τη βραδιά σε ένα φίλο του. Μπορεί σήμερα να ήταν και η ευκαιρία να περάσουν λίγο χρόνο πατέρα-γιου , μα
Αναστέναξε και άφησε το ποτήρι κάτω. Προχώρησε ως την τζαμαρία που χώριζε το εσωτερικό του σπιτιού με το μεγάλο κήπο. Είχε σχεδόν όλα τα φώτα κλειστά στο σαλόνι , οπότε απλά χάζεψε τα αστέρια. «Μα τι πρέπει να κάνω…» , ψιθύρισε. Σχεδόν πήγε να δακρύσει  και έχασε για λίγα λεπτά την ισορροπία του. Ξαφνικά επανήλθε στα συγκαλά του και κατάλαβε ότι χτυπούσε το σταθερό τηλέφωνο. Τρεκλίζοντας πήγε προς τη συσκευή και αμέσως απάντησε.
«Παρακαλώ» , είπε ξεψυχισμένα.
«Τζόναθαν! Συμφορά που μας βρήκε!» , μία γυναικεία φωνή ακουγόταν τρομοκρατημένη στην άλλη άκρη της γραμμής , σχεδόν έκλαιγε.
«Σοφία; Εσύ είσαι;» , αναγνώρισε τη φωνή της ξαδέλφης του εξ αγχιστείας.
«Τζόναθαν , ο Λεονάρντο…» , άρχισε να κλαίει εκείνη. Ο Λεονάρντο; Τι μπορεί να είχε πάθει ο ξάδερφός του και άνδρας της;
«Σοφία , τι έπαθε ο Λεονάρντο; Είστε καλά;» , απομάκρυνε τη θολούρα από τον εγκέφαλό του και προσπάθησε να επικεντρωθεί στην περίσταση.
«Ο Λεονάρντο είναι νεκρόοοος» , φώναζε εκείνη τώρα και έκλαιγε με λυγμούς.
«ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ;» , αμέσως συνήλθε εντελώς και κατάλαβε τη σκληρή πραγματικότητα.
«Τον πυροβόλησαν…» , φώναζε η Σοφία από το ακουστικό.
«Καθάρματα…» , μούγκρισε ο Τζον και κοίταξε το κινητό του που μόλις είχε λάβει ένα μήνυμα. «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ. ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΠΟ ΣΑΝΤΑ ΛΑΟΥΡΑ».
Βλέποντας το μήνυμα ο Τζον θόλωσε για τα καλά. Ουρλιάζοντας πέταξε το κινητό στο πάτωμα άρπαξε το ποτήρι με το ουίσκι και το εκσφενδόνισε στον τοίχο. «Σοφία , με ακούς ακόμα;» , φώναξε.
Η χήρα του ξάδερφού του κάτι ψέλλιζε από το ακουστικό.
«Σου υπόσχομαι ότι η μνήμη του Λεονάρντο θα αποκατασταθεί στο έπακρο». Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και άρχισε να καλεί έναν αριθμό από την ατζέντα του. Ο νους του ήταν στον αδικοχαμένο άνδρα. Ο Λεονάρντο ήταν ο μεγάλος του ξάδερφος , από το σόι της μητέρας του. Διεύθυνε το μεγαλύτερο εστιατόριο της αλυσίδας. Τώρα όμως δεν βρισκόταν πια εδώ.
«Σμιθ.» , μούγκρισε στο τηλέφωνο , μόλις άκουσε να απαντάνε στην κλήση του.
«Ο κύριος Σμιθ δε βρίσκεται εδώ , θέλετε να του μεταφέρω κάτι;» , μία γυναικεία φωνή απάντησε , αντί για τον ίδιο τον Πήτερ Σμιθ.
«Η γκόμενά του είσαι εσύ; Πες του ότι θα πληρώσει πάρα πολύ ακριβά. Έρχομαι για το πτώμα του» , είπε και φτύνοντας έκλεισε το ακουστικό.
Ύστερα φουριόζος , πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του Μπαξ.
«Σήκωσέ το ηλίθιε…» , δυσανασχέτησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα , μέχρι να ακούσει τη φωνή του Μπαξ στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι αφεντικό , Μπαξ εδώ!» , ακούστηκε εκείνος βραχνιασμένος.
«Μπαξ! Πυροβόλησαν το Λεονάρντο… Η Σάντα Λάουρα έκανε την κίνησή της και τώρα πρέπει να τους την ανταποδώσουμε!» , σταμάτησε για λίγο και ύστερα συνέχισε , «έλα γρήγορα από εδώ , θα καλέσω και τον Ντομένικο , φεύγουμε για εκεί τώρα.»
«Μ - μάλιστα  αφεντικό! Έρχομαι πετώντας!» , ακούστηκε.
«Το καλό που σου θέλω».
Κοίταξε το είδωλό του στο μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. «Αφού θέλουν πόλεμο , θα τον έχουν» , ορκίστηκε στον εαυτό του.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου