Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

13. Εις το όνομα της αγάπης


Η μύτη του είχε ματώσει , αλλά το συναίσθημα ήταν εκπληκτικό.
 «Ουάου , τόσο καιρό πράγματι έχανα που δεν δοκίμαζα!!» , φώναξε ο Μπαξ.
«Δεν είναι και ότι πιο σωστό αγάπη μου να κλέβουμε το ίδιο μας το εμπόρευμα , αλλά…» , γέλασε η Τζίνα , «είμαστε οι σύγχρονοι Μπόνυ Και Κλάιντ!» .
«Είμαστε βουτηγμένοι στην αμαρτία! Αλλά θα ομολογήσω πως θα προτιμούσα να είμαι απλά βουτηγμένος στην άσπρη σκόνη!» , ούρλιαξε και ύστερα γέλασε και εκείνος.
Ναι , ήταν όμορφο το συναίσθημα το ομολογούσε. Πριν γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του , δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες. Αυτά ήταν απλά η δουλειά. Όμως τώρα το έβλεπε κάπως αλλιώς. Τι κακό έκανε; Απλά αγάπησε. «Σε αγαπάω» , της είπε ενώ στέγνωνε εντελώς τη μύτη του. Είχε σχεδόν δακρύσει όσο το έλεγε αυτό.
«Κι εγώ σε λατρεύω Μπάξυ. Είσαι το γλυκούλι λαγουδάκι μου. Είσαι ο δικός μου Κλάιντ!» , τον αγκάλισε εκείνη.
Κάπου εκεί το μυαλό του Μπαξ ταξίδεψε λίγο πιο πέρα. Αν επέλεγε μία στιγμή να πεθάνει , θα ήταν τώρα. Έτσι όπως ήταν αγκαλιά με την Τζίνα. Δε θα τους χώριζε κανείς. Ποτέ…
«Γιατί έπρεπε να σκοτώσουμε τον Μόνκα;» , η ερώτηση βγήκε φυσικά από το στόμα του. Εκείνη όμως ξίνισε μόλις άκουσε το όνομα. «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Γιατί ανατρέχεις σε εκείνον; Μια χαρά δεν ήμασταν ως τώρα;» , γρύλισε και του δάγκωσε το λαιμό. Πάθος και μίσος. Χα , την αγαπούσε. Αλλά , το ερώτημα αυτό τον ταλάνιζε εδώ και μέρες. Και τώρα είχε φτάσει η ώρα να της το θέσει.
«Ναι τέλεια είμαστε! Απλά πες μου τι συνέβη και τον ήθελες έξω απ’το παιχνίδι. Εγώ είμαι μαζί σου. Ότι έγινε έγινε….» , μπλόφαρε. Ένιωθε ακόμα άσχημα γι’αυτό παρότι ήθελε να της το κρύψει.
«Μπαξ! Γιατί ρωτάς τέτοια πράγματα αγάπη μου!;» , η φωνή της έλαβε έναν αυταρχικό τόνο. Ύστερα το βλέμμα της μαλάκωσε. Δεν πρόλαβε να αρθρώσει μία λέξη και τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του. Ύστερα οι σάρκες τους έγιναν μία. Και καθώς το φως του πορτατίφ τρεμόπαιζε , ο Μπαξ και η Τζίνα ξανά γνώρισαν τον έρωτα κάτω από τα σεντόνια του κρεβατιού. Η σουίτα του ξενοδοχείου Κινγκ ήταν η ερωτική τους φωλιά. Μακριά από όλους και όλα , μπορούσαν να απολαύσουν το φλογερό ερωτά τους. Κανείς δε θα τους σταμάταγε.
«Είναι η θηλυκή έκδοση του εαυτού μου !» , έλεγε συχνά στον Ντομένικο. Ο Μπαξ ήταν απόλυτα σίγουρος πως επρόκειτο για τη γυναίκα της ζωής του.

Το ερώτημα που της έθεσε ξεχάστηκε και τελειώνοντας , αναψοκοκκινισμένος άρπαξε μερικούς κόκκους ακόμα και τους ρούφηξε αχόρταγα από τη μύτη του.
«Χαλάρωσες τώρα Κλάιντ μου;» , του είπε γλυκά.
«Ναι βασίλισσά μου…» , απάντησε μαγεμένος. «Δεν είχα σκοπό να σε φέρω σε δύσκολη θέση! Αλλά , ακόμα και οι καλύτεροι κάνουν λάθη!». Σταμάτησε για λίγο να μιλάει και χάιδεψε απαλά τα μαύρα μαλλιά της.

«Λοιπόν , είναι αυτός ο τύπος , για παράδειγμα , ένα παλικάρι , ο Τζερμ! Δεν πρόκειται για τον πιο έξυπνο τύπο , αλλά φαίνεται ότι είναι μεγάλος εραστής. Τώρα , εγώ δεν τον ξέρω καλά , αλλά φαντάσου ότι έχει δύο ή και τρεις σχέσεις τουλάχιστον ταυτόχρονα! Μιλάμε για πραγματικό διδάσκαλο! Τέλος πάντων , εγώ κάθομαι και πίνω το ποτό μου ένα βράδυ και τον συναντάω ξαφνικά. Ο τύπος εμφανίζεται από το πουθενά και μου δείχνει το δρόμο της αισιοδοξίας. Αν έχεις όνειρα τα πετυχαίνεις. Αυτό μου λέει!». Λέγοντας τα όλα αυτά ο Μπαξ , μοιάζει πραγματικά ενθουσιασμένος.
«Τι ακριβώς θέλεις να πεις Μπαξ; Δε βγάζω νόημα;» , δυστυχώς όμως η γλυκιά του Τζίνα δε συμμερίζεται την άποψή του.
«Άκου Τζι , αυτό που λέω είναι , ότι θέλω να ζήσω μαζί σου. Μου έδειξε το δρόμο αυτός ο τύπος. Μιλάμε για καταφερτζή έτσι; Μπαίνει στο κλαμπ και πριν το καταλάβω έχει χτυπήσει την πιο όμορφη γυναίκα από εκεί μέσα και έχει πάει γραμμή στο σπίτι. Με αναγκάζει να πάρω ταξί , αλλά ποιος νοιάζεται;!» , συνεχίζει ακάθεκτος , «Ο Τζερμ κερδίζει στη ζωή με την τακτική του. Έτσι θα πρέπει να κάνω κι εγώ δε νομίζεις; Να και ο Τζον αυτό κάνει! Ρισκάρει χοντρά και κερδίζει τα διπλάσια!» .
«Τι σε έχει πιάσει απόψε Μπαξ και μου μιλάς μία για τον Τζον και μία για το Φίλιπ;» , την άκουσε να φωνάζει.
«Όχι , παράδειγμα έφερα! Παράτα τους άλλους. Αυτός ο Τζερμ είναι το θέμα! Έκανε ένα λαθάκι ο φίλος, ξέρεις πως είναι αυτά , και η μία κοπέλα του τον χώρισε. Αλλά αυτό προσπαθώ να σου πω , ακόμα κι αυτός ο απαράμιλλος παίχτης έχασε κάποια στιγμή. Αλλά μέχρι τότε έπαιζε!».
«Ποιος είναι ο Τζερμ δε μου είπες…» , η απογοήτευση και η βαρεμάρα ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της.
«Ώχου μωρέ! Απλά θέλω να σου προτείνω να το σκάσουμε μαζί! Να ρισκάρουμε όπως εκείνος!».
«Αχ τυχοδιώκτη μου… προσπαθείς τόσο πολύ για εμάς. Είσαι ο πιο γλυκούλης Κλάιντ του κόσμου το ξέρεις Μπάξυ μου;» , μία πρότασή της σε συνδυασμό με τα εβένινα μάτια της , ήταν ικανά να τον κάνουν να λιώσει σα βούτυρο. «Μακάρι να μπορούσαμε να το σκάσουμε από όλους και από όλα…».
«Ας το κάνουμε! Έχω μερικά λεφτά στην άκρη , τα παίρνουμε και φεύγουμε!».
«Δεν μπορούμε γλυκέ μου. Ο Τζον θα μας βρει παντού. Επίσης ξέρεις ότι χρειάζεσαι τη δουλειά αυτή. Ποιος θα τον προσέχει; Και πώς θα μαζεύεις κι άλλα λεφτά για το μαγαζάκι που θες να ανοίξεις κάποτε;».
Όντως , το μαγαζάκι αυτό ήταν παιδικό του όνειρο. Ένα μαγαζί με μινιατούρες  αλλά και μικρά σετ κατασκευής. Είχε μπλεχτεί με τον υπόκοσμο για να μαζέψει λεφτά για την οικογένεια και για το όνειρό του. Μετά ήρθε στη ζωή του ο Τζόναθαν Τορνάντι και ύστερα η σύζυγος του.  Ύστερα ήρθαν οι μπελάδες.  Αλλά κάποιος έπρεπε να προσέχει το αφεντικό. Όντως , τα πράγματα περιπλέκονταν!
«Εεεε… τι να σου πω , απλά σε θέλω μόνο για εμένα!» , ίσως έπρεπε να βάλει και τον εαυτό του στους κίνδυνους για το αφεντικό. Έπρεπε να προστατεύσει τον Τζόναθαν και από τον ίδιο του τον εαυτό λοιπόν…

«Σε αγαπάω μωρέ» , γκρίνιαξε και κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της. Στο όνομα της αγάπης τα έκανε όλα , αλλά η λογική πρόσταζε να μείνει ψύχραιμος. Ω θεέ μου , αν υπάρχεις , κάνε να πεθαίναμε τώρα.
Παραδόξως , ήταν ακόμα ζωντανοί. Ζωντανοί μα αγκαλιασμένοι. Θα μάζευε λίγα λεφτά ακόμα και θα έφευγαν. Θα την απήγαγε αν χρειαζόταν. Στην Ευρώπη για παράδειγμα , ο Τζον δε θα μπορούσε ποτέ να τους βρει. ΝΑΙ! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!
Η Τζίνα έφυγε από δίπλα του και κατευθύνθηκε στο άσπρο λοφάκι που είχε σχηματιστεί. Όση σκόνη είχε μείνει , βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο του. Κανονικά βέβαια, έπρεπε να την έχει πουλήσει.
Κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα και ξάπλωσε ξανά στο λευκό κρεβάτι. Τη σιωπή και τη γαλήνη διέκοψε το κινητό του τηλέφωνο. Παρότι το είχε στη λειτουργία δόνησης , δεν έπαυε να κάνει μεγάλο θόρυβο. Ενοχλημένος πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να το ψάχνει. Εκείνο όμως δε σταματούσε. Η Τζίνα μόλις είχε φτιαχτεί και προσπαθούσε να σκαρφαλώσει  στην πλάτη του.
«Πρέπει να το παίξω νηφάλιος για λίγο αγάπη μου!» , της είπε και την παρότρυνε να κάνει ησυχία.

«ΑΦΕΝΤΙΚΟ» , έγραψε η οθόνη. Περίεργο , μιας και δε βρισκόταν σε ώρα υπηρεσίας. Η Τζίνα προσπάθησε να του πάρει τη μικρή συσκευή , αλλά την παραμέρισε πάνω στο χαλί και σηκώθηκε όρθιος.
«Ναι αφεντικό , Μπαξ εδώ!».  Είχε συμβεί τίποτα ανησυχητικό άραγε;
«Μ - μάλιστα  αφεντικό! Έρχομαι πετώντας!» , ψέλλισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Πέταξε το κινητό στην τσάντα και έτρεξε να ντυθεί.
«Πού πας τώρα αγάπη μου;» , νιαούρισε η θηλυκή φωνή του δωματίου.
«Πού πάω; Να δουλέψω για την αγάπη μας!» . 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου