Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

10. Εκείνο το ξημέρωμα



Ήταν η δέκατη τρίτη προσπάθειά του να καλέσει τον Δρ. Κάλιστερ. Μάταια όμως , εδώ και μία εβδομάδα , δεν του απαντούσε ποτέ κανείς. Το μόνο που λάμβανε ήταν ο ήχος του τηλεφωνητή που του υπαγόρευε να αφήσει το μήνυμά του μετά τον χαρακτηριστικό ήχο. Σαχλαμάρες. Ο Δόκτωρ δεν τον κάλεσε ποτέ ξανά πίσω.  Πλέον ο Τζερμ δεν άφηνε καν μηνύματα , απλά προσπαθούσε να καλέσει με την ελπίδα ότι κάποιος θα του απαντήσει. Είχαν περάσει ήδη οχτώ ημέρες από εκείνο το μυστηριώδες βράδυ. Πέρα από κάποια στοιχεία που είχε καταφέρει να ανακαλέσει από τη μνήμη του και από τις αφηγήσεις της Λουΐζα ή της Μελίσσα , όλα τα υπόλοιπα ήταν διαγραμμένα. Ο έξτρα συνδετικός κρίκος που θα τον βοηθούσε ήταν ο Δόκτωρ Κάλιστερ. Σε αυτόν είχε απευθυνθεί το ίδιο πρωινό ώστε να τον βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθησή του και να προσφέρει στη Μελίσσα  το καλύτερο βράδυ στην ιστορία των επετείων!
Αγαπούσε τη Μελίσσα , αλλά ήξερε ότι δεν την ικανοποιούσε όσο θα ήθελε. Ούτε πολλά λεφτά είχε , ούτε πολλά κότσια. Μα ο καθηγητής δεν του έδωσε απλά συμβουλές. Του έδωσε ένα χάπι που θα ξεκλείδωνε – σύμφωνα με τα λεγόμενά του – την πιο άγρια και ισχυρή πλευρά του.
Του είχε περάσει από το μυαλό ότι η χρήση αυτού  ίσως έφερνε απώλεια μνήμης. Αλλά δεν ήταν και σίγουρος… Αν του είχαν ρίξει κάτι στο ποτό; Πέρασε εφτά ημέρες σκεπτόμενος όλα αυτά… Οι κολλητοί του ήταν οι μόνοι που ήξεραν για το περιστατικό. Βέβαια η αντίδρασή τους ήταν απλά ανώριμη.
«ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΟΣ; Ξύπνησες και βρήκες μία γυναικάρα γυμνή στο κρεβάτι σου; Και; Αυτό ήταν; Της είπες να φύγει; Την έδιωξες έτσι απλά;» . Χαζοί. Ήταν πιστός στην κοπέλα του. Το θέμα εξάλλου δεν ήταν απλά η Λουΐζα… Ήταν ολόκληρη εκείνη η νύχτα.
Ο Τζερμ άφησε το κινητό στο τραπέζι και σηκώθηκε από τον μπαλωμένο καναπέ. Θα συναντούσε τη Μελίσσα στο κέντρο , οπότε έπρεπε να βιαστεί.

Βγήκε στο δρόμο παρφουμαρισμένος και καλοχτενισμένος και αμέσως μπήκε στο αυτοκίνητό του. Κάπου εκεί και καθώς περίμενε στο πρώτο φανάρι που του έτυχε ξανά άρπαξε το κινητό και κάλεσε το γνωστό αριθμό.
«Καλέσατε το Δόκτωρ Ντάμιεν Κάλιστερ. Παρακαλώ…» , τερμάτισε με μανία την κλίση και πέταξε τη συσκευή στα πίσω καθίσματα. «ΑΝΑΘΕΜΑ!» , ούρλιαξε. Καθώς το φανάρι δεν έλεγε να πρασινίσει κοίταξε με μία γρήγορη ματιά προς τα πίσω και είδε την εργασία που είχε να παραδώσει τη μεθαυριανή μέρα στη σχολή του. «Παραλίγο να την ξεχάσω…» , μουρμούρισε. Βρισκόταν για σπουδές στην Γκόλντβιλλ και όχι για να χασομερά…
Επιτέλους ο δρόμος άνοιξε και ξεκίνησε και πάλι. «ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ!» , ούρλιαξε ενώ γκάζωνε στο μεγάλο δρόμο. Και εννοούσε εκείνη τη νύχτα. «ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΠΙΑ!» , συνέχισε να φωνάζει. «ΑΡΚΕΤΑ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑ ΜΕ ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ!» , φώναξε με όλη του τη δύναμη. Εδώ και μία εβδομάδα έψαχνε να βρει τι του συνέβη , μα δεν είχε νόημα. Απλά θα θεωρούσε ότι είχε μεθύσει. Αυτό ήταν , το θέμα είχε λήξει.

Ο Τζερμ ήταν και πάλι ο κλασικός εαυτός του. Πιο ήρεμος από ποτέ έλαμψε από χαρά μόλις αντίκρισε τη Μελίσσα. «Αγάπη μου!» , φώναξε και έτρεξε να τη σφίξει στην αγκαλιά του.
«Τι έγινε Τζερμ; Άργησες λιγάκι…» , είπε εκείνη λίγο ψυχρά.
«Τι εννοείς; Είχε κίνηση!».
«Άστα αυτά… τέλος πάντων έλα εδώ χαζούλη!» , είπε και τον φίλησε. «Έχεις κλείσει τραπέζι έτσι;» , τον ρώτησε.
«Για καφεδάκι πάμε Μελισσούλα… Δε χρειάζεται να κλείσω τραπέζι…».
«Γύρισες στις μικροαστικές αντιλήψεις Τζερμ; Αν δε βρούμε να κάτσουμε εγώ φεύγω!» , φώναξε και φουριόζα μπήκε στην καφετέρια.
Την κοίταξε για ένα λεπτό , αναστέναξε και ύστερα άνοιξε κι αυτός την πόρτα.
Τους τοποθέτησαν σε ένα τραπέζι στη γωνία , μα εκεί η γκρίνια συνεχίστηκε.
«Τέλεια! Αν έκλεινες τραπέζι θα καθόμασταν κοντά στο παράθυρο , κοντά στον κόσμο… σίγουρα κάπου πιο αξιοπρεπή τέλος πάντων!» .
«Μια χαρά είναι και εδώ , είμαστε και ήσυχα. Έλα πες μου για σήμερα , τι έκανες με το…» , ο Τζερμ προσπάθησε να αλλάξει τη συζήτηση.
«Να το βράσω το ήσυχα. Απορώ πώς είχες βρει τόσο τέλειο τραπέζι το προηγούμενο Σάββατο! Και μάλιστα στο Σόλε Ντ’ Όρο! Μα αν είναι δυνατόν! Τι έκανες όλη μέρα; Ξυνόσουν έτσι; Ή μήπως διάβαζες; Πας καθόλου στη σχολή ; Δε σε έχω πετύχει καθόλου στο…» , σταμάτησε να την ακούει και έβγαλε μία βαθιά ανάσα.
«Μελίσσα , ηρέμησε» , έβαλε το δάχτυλό του στα κόκκινα χείλη της. «Τα έχω όλα υπό έλεγχο με τη σχολή. Όσο για σήμερα… είχα την εντύπωση ότι δε θα είχε πολύ κόσμο τέτοια ώρα!».
«Όπα! Για δες ποιος είναι εδώ! Έι Φίλε!» , μία φωνή ακούστηκε πίσω από την πλάτη του Τζερμ , διακόπτοντας το λόγο του . Εκείνος γύρισε και αντίκρισε έναν τύπο γύρω στα τριάντα να τον χαιρετάει.
«Ποιος είναι αυτός ; Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ!» , είπε παραξενεμένη η Μελίσσα.
«Ούτε εγώ…», απάντησε ο Τζερμ.
Ο νεαρός άνδρας πλησίασε χαρούμενος λες και είδε κάποιον παλιό του φίλο και στάθηκε πάνω από το τραπέζι τους.
«Πω πω , δεν περίμενα ότι θα σε ξαναέβλεπα ποτέ! Ούτε κινητό δεν ανταλλάξαμε! Ας μην αναφέρω ότι με παράτησες μόνο μου!» , γέλασε δυνατά.
«Συγγνώμη , μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλον…» , ήρθε η διστακτική απάντηση.
«Κάτσε … δεν μπορεί! Ο Τζερμ δεν είσαι;».
«Ναι ο Τζερμ είναι!» , μπλέχτηκε και η Μελίσσα στη συζήτηση.
«Α τέλεια! Ωπ βλέπω έριξες κι άλλο γκομενάκι; Το πιο γρήγορο πιστόλι της δυτικής ακτής θα είσαι εσύ ρε παίχτη!» , γέλασε .
«Γκομενάκι;» , το πρόσωπο της κοπέλας του Τζερμ μαρτυρούσε περιέργεια και οργή ταυτόχρονα.
«Συγγνώμη φίλε , για κάποιον άλλο θα με μπερδεύεις , πρόκειται για την κοπέλα μου και είμαι απόλυτα πιστός!» , προσπάθησε να τα μπαλώσει εκείνος πριν γίνει κάποιο μοιραίο κακό.
«Ωωωω , ναι τώρα το έπιασα! Πλάκα έκανα φυσικά!» , ξερόβηξε και γρήγορα συνέχισε , «Αλήθεια τώρα Τζερμ , δε με θυμάσαι; Γνωριστήκαμε σε εκείνο το μπαράκι το προηγούμενο Σάββατο... Δε σε ευχαρίστησα ποτέ για όσα έκανες για εμένα μιας και χαθήκαμε στη συνέχεια!».
«ΜΠΑΡΑΚΙ; Πήγες σε μπαράκι μετά την επέτειό μας;» , ούρλιαξε η Μελίσσα.
«Κάτσε αγάπη μου δεν τον ξέρω καν τον κύριο!» , φώναξε και ο Τζερμ και προσπάθησε να τη συγκρατήσει καθώς εκείνη σηκώθηκε με μανία από την καρέκλα της. Όλα τα μάτια της καφετέριας ξαφνικά ήταν πάνω τους.
«Είμαι ο Μπαξ! Δεν ήθελα να σας αναστατώσω δεσποινίς μου! Θα έφευγα όπου να ‘ναι έτσι κι αλλιώς!», προσπάθησε να τα μπαλώσει κι αυτός.
«Όχι όχι , καθίστε και πηγαίνετε σε κανένα μπαρ καλύτερα πιο μετά , εγώ και ο κύριος τελειώσαμε μια για πάντα. Γεια σου Μπαξ!».
«ΜΕΛΙΣΣΑ! ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΟΥ ΕΞΗΓΗΣΩ! ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΛΕΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ!» , σηκώθηκε και άρχισε να την κυνηγάει αλλά ο βηματισμός της ήταν υπερβολικά έντονος και ταχύς. Απέφυγε την πρόσκρουση με ένα γκαρσόνι και βγήκε από το μαγαζί. Ο Τζερμ έπεσε γονατιστός πίσω της στο πεζοδρόμιο και έκανε μία τελευταία προσπάθεια.
«Μελίσσα , σε αγαπάω , πιστεύεις ότι θα νυχτοπερπατούσα χωρίς την έγκρισή σου;»
«Δεν ξέρω Τζερμ» , ήταν αμείλικτη , «θα σκεφτώ πολύ σοβαρά αν θα δεχτώ να ακούσω την άποψή σου πάνω σε όλα όσα μόλις άκουσα από το φίλο σου. Αντίο.»
«Δεν είναι φίλος μου!» , πήγε να φωνάξει , αλλά εκείνη ανέβηκε στο πρώτο ταξί που πέρασε και έγινε καπνός.
Πεσμένος στο πεζοδρόμιο , ο Τζερμ άρχισε να δακρύζει και να τραβάει τα μαλλιά του. Ύστερα σηκώθηκε , τίναξε τη σκόνη και σήκωσε τα μανίκια του. Τότε πρόσεξε τον Μπαξ που μόλις έβγαινε από την καφετέρια. Μιας και ήταν λίγο πιο ψηλός από εκείνον , τον άρπαξε από το γιακά του σακακιού.
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙΣ ΤΗ ΣΧΕΣΗ;»
«Ηρέμησε φίλε!» , του φώναξε αυτός. «Την έχεις αφήσει να σε καβαλήσει!» , έκανε άλλη μία παύση και συνέχισε. «Λυπάμαι όμως για ότι συνέβη… αλλά κι εσύ έκανες σα να μη με θυμάσαι! Για ποιο λόγο να το κάνεις αυτό; Ας έλεγες πως με γνώρισες αλλού , εγώ δεν ήξερα τι να πω. Ξέρεις , δεν είμαι και άνθρωπος του λόγου».
«Όχι δε σε θυμάμαι…» , αναστέναξε. «Δε θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη νύχτα».
«Ω… αλήθεια; Λυπάμαι πολύ , μήπως έχεις προβλήματα μνήμης;».
«Όχι…».
«Λογικό , η γιαγιά μου είχε προβλήματα μνήμης , αλλά ήταν ογδόντα χρονών τότε. Εσύ μοιάζεις πιο μικρός από εμένα!»
«Είμαι είκοσι ένα».
«Τότε σίγουρα δεν έχεις προβλήματα μνήμης! Όπως και να έχει , και να μη με θυμάσαι , σου χρωστάω χάρη! Ήμουν πραγματικά χάλια εκείνο το βράδυ και με βοήθησες!»
«Ουάου…».
«Πες μου τι θέλεις να κάνω για εσένα , έχω ισχυρές γνωριμίες για παράδειγμα. Μπορώ να σου κλείσω ένα τραπέζι στο Σόλε Ντ’ Όρο ή να σε πάω βόλτα με ένα πολυτελές τζιπ!» .
Ο Τζερμ κοίταξε με μισό μάτι τον τύπο. Το έπαιζε λίγο ιστορία , ενώ φαινόταν ένας κοινός καραγκιόζης , όχι ιδιαίτερα έξυπνος μάλιστα.
«Λέγε! Μπορώ να κάνω τη γη να γυρίζει!» , γέλασε σα χαζός.
«Όχι , δε θέλω ούτε τη γη να γυρίζει , ούτε να μου κλείσεις τραπέζι. Θέλω δύο πράγματα. Να μου πεις τι έκανα το μοιραίο βράδυ που σε συνάντησα και ύστερα να με βοηθήσεις να μπαλώσω τα πράγματα. Η Μελίσσα θα με χωρίσει μια και καλή αν δεν πάρεις πίσω όσα είπες εκεί μέσα».
«Έχω κι εγώ προβλήματα με μία γυναίκα Τζερμ. Θα σε βοηθήσω ως ανδρική αλληλεγγύη. Και φυσικά θα σου πω τα πάντα για τις περιπέτειές μας! Πρέπει να βγαίνουμε πιο συχνά μαζί ρε συ! Μη μου το αρνηθείς!».
«Εντάξει…»
«Λοιπόν , έχω μισή ωρίτσα να σου τα πω όλα φιλαράκο. Ακολούθησέ με. Εκείνο το ξημέρωμα ήταν απ’ τα πιο τρελά της ζωής μου! Και πίστεψέ με , στη δουλειά μου και μόνο , έχω δει πολλά τρελά ξημερώματα» , είπε και γέλασε ξανά ενώ έδινε μια ελαφριά φάπα στον Τζερμ.
  

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου